- Αἴγιν'
- Αἴγῑνα , Αἴγιναan Aeginetanfem nom/voc sgΑἴγῑναι , Αἴγιναan Aeginetanfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἴγιν' — αἴγινε , αἴγινος masc voc sg αἴγιναι , αἰγίνη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευθύ — (Α) επίρρ. 1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.) 2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ] … Dictionary of Greek